πρωτοφαής

πρωτοφανής

πρωτοφορέω-ῶ
πρωτο·φανής, ής, ές [] qui se montre pour la première fois, Syn. Hymn. 3, 135 ||
Sup. πρωτοφανέστατος, Ps.-Jambl. Theol. arithm. p. 16.
Étym. πρ. φαίνω.