πρωτοπήμων

πρωτόπλαστος

πρωτόπλοος-ους
πρωτό·πλαστος, ος, ον, modelé ou créé le premier, Spt. Sap. 7, 1 ; 10, 1 ; Clém. 559.
Étym. πρ. πλάσσω.