πρωτόσφακτος

πρωτοτοκεῖα

πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκεῖα, ων (τὰ) droit d’aînesse, Spt. Gen. 25, 32 ; NT. Hebr. 12, 16.
Étym. πρωτοτοκεύω.