πρωτοτυπέω-ῶ

πρωτότυπος

πρωτοτύπως
πρωτό·τυπος, ος, ον [] qui est le premier type, de création primitive, primitif, Lgn fr. 3, 11 ; Dysc. Synt. 107, 12.
Étym. πρ. τύπτω.