πρωτοδιάκονος

πρωτόζυξ

πρωτοθρόνιος
πρωτό·ζυξ, -ζυγος (ὁ, ἡ) [ῠγ] marié pour la première fois, Anth. 9, 245.
Étym. πρ. ζεύγνυμι.