ψαφαρός

ψαφαρόχροος-ους

ψαφερός
ψαφαρό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν [ᾰᾰ] qui a la peau desséchée, c. à d. fanée, Eur. Rhes. 716.
Étym. ψαφαρός, χρόα.