ψαφαρίτης

ψαφαρόθριξ

ψαφαρός
ψαφαρό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰῐχ] qui a la toison sale, poudreuse, Hh. 18, 32.
Étym. ψαφαρός, θρίξ.