ψευδαγγελία

ψευδάγγελος

ψευδαγνοέω-οῶ
ψευδ·άγγελος, ου () qui apporte de fausses nouvelles, Il. 15, 159 ; Arstt. Poet. 16, 10.
Étym. ψευδής, ἄγγελος.