ψευδαπόστολος

ψευδαποφάσκων

ψευδάργυρος
ψευδ·αποφάσκων, οντος () [] argument captieux, par lequel on feint de nier, DL. 2, 108 ; Clém. 651, cf. ψευδόμενος.
Étym. ψ. ἀποφάσκω.