Ψευδαρτάϐας

ψευδατράφαξυς

ψευδαττικός
ψευδ·ατράφαξυς, υος () [ᾰφ] fausse arroche, c. à d. imposture, Ar. Eq. 630 ; cf. ψευδαμάμαξυς.