ψευδενέδρα

ψευδεπίγραφος

ψευδεπίτροπος
ψευδ·επίγραφος, ος, ον [] qui porte faussement le titre de, Pol. 24, 5, 5 ; DH. Dem. 57, etc. ; Plut. M. 479e.
Étym. ψ. ἐπιγράφω.