ψευδοδοξάζω

ψευδοδοξέω-ῶ

ψευδοδοξία
ψευδοδοξέω-ῶ, c. le préc. Pol. 16, 12, 11 ; Sext. M. 8, 63 ; Phil. 1, 363.
Étym. ψευδόδοξος.