ψευδογραφέω-ῶ

ψευδογράφημα

ψευδογραφία
ψευδογράφημα, ατος (τὸ) [ᾰφ] figure (de géométrie) inexacte, Arstt. Soph. el. 11, 3.
Étym. ψευδογραφέω.