ψευδοκῆρυξ

ψευδοκιννάμωμον

ψευδοκλητείας γραφή
ψευδο·κιννάμωμον, ου (τὸ) [] faux cinnamome, plante, Diosc. 1, 13 ; Gal. Simpl. med. 7.