ψευδόπαν

ψευδοπανικά

ψευδοπάρθενος
ψευδοπανικά, ῶν (τὰ) [ᾱνῐ] fausse terreur panique, alarme simulée, Polyen 3, 9, 32.
Étym. ψ. πανικός.