ψευδορήτωρ

ψευδορκέω-ῶ

ψευδορκία
ψευδορκέω-ῶ, faire un faux serment, se parjurer, Ar. Eccl. 603 ; Chrysipp. (Stob. Fl. 28, 15).
Étym. ψεύδορκος.