ψευδηγορία

ψευδηγόρος

ψευδηλογέω-ῶ
ψευδ·ηγόρος, ος, ον, qui dit des faussetés, menteur, Lyc. 1455 ; Anth. 1, 106.
Étym. ψεῦδος, ἀγορεύω.