ψευδῶς

ψευσίστυξ

ψεῦσμα
ψευσί·στυξ, υγος (ὁ, ἡ) [ῠγ] qui hait le mensonge, Anth. 9, 52.
Étym. *ψεῦσις de ψεύδω, στυγέω.