ψιλίζω

ψιλικός

ψίλινος στέφανος
ψιλικός, ή, όν [ψῑῐ] qui concerne les troupes légères, DS. 16, 32 ; τὸ ψιλικόν, Luc. Zeux. 8, corps de troupes légères.
Étym. ψιλός.