ψιθυρίζω

ψιθύρισμα

ψιθυρισμός
ψιθύρισμα, ατος (τὸ) [ῐῠ]
1 action de parler bas, de murmurer, Anth. 3, 3 ; 9, 546 ||
2 léger bruit, léger murmure, Thcr. Idyl. 1, 1.
Étym. ψιθυρίζω.