Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ψιττάζω
ψιττάκη
Ψιττακηνή
ψιττάκη,
ης
(
ἡ
)
[
ᾰ
]
c.
ψιττακός
,
Arstt.
H.A.
8, 12, 13
.