ψυχαγωγία

ψυχαγωγικός

ψυχαγωγός
ψυχαγωγικός, ή, όν [ῡᾰ] attrayant, séduisant, Arstt. Poet. 6, 28 ||
Sup. -ώτατος, Plat. Min. 321a.
Étym. ψυχαγωγός.