ψυχρολουτητέον

ψυχρολουτρέω-ῶ

ψυχρομιγής
ψυχρο·λουτρέω-ῶ, c. ψυχρολουτέω, Arstt. Probl. 1, 29.
Étym. ψ. λουτρόν.