ψυχρόσαρκος

ψυχροσταγής

ψυχρότης
ψυχρο·σταγής, ής, ές [] congelé en stalactites, Arét. Cur. m. diut. 2, 7, p. 58 dout.
Étym. ψ. στάζω; p.-ê. ψυχροπαγής, congelé, de ψ. πήγνυμι.