ψυκτήριος

ψυκτικός

ψύλλα
ψυκτικός, ή, όν, rafraîchissant, Sext. p. 163, 13 ; Plut. M. 652c; τὰ ψυκτικά, Hpc. Aph. 1259, les réfrigérants ||
Sup. -ώτατος, Plut. M. 691b.
Étym. ψύχω.