ψυκτηρίδιον

ψυκτήριον

ψυκτήριος
ψυκτήριον, ου (τὸ)
1 dim. de ψυκτήρ, Nicostr. (Ath. 230d); Callix. (Ath. 203a) ||
2 v. le suiv.