ψηλάφημα

ψηλάφησις

ψηλαφητός
ψηλάφησις, εως () [ᾰῐ] action de tâter, de palper, Plut. M. 125c; Spt. Sap. 15, 15 ; Plut. Æmil. 14, 2.
Étym. ψηλαφάω.