ψωρός

ψωροφθαλμία

ψωροφθαλμιάω-ῶ
ψωρ·οφθαλμία, ας () mal des paupières avec pustules cuisantes, Gal. 14, 766 ; au plur. Diosc. 1, 82.
Étym. ψώρα, ὀφθαλμός.