Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ψωροφθαλμιάω-ῶ
ψωρώδης
Ψωφίδιος
ψωρώδης,
ης, ες,
c.
ψωροειδής
,
Nonn. Th.
Cur. morb.
5
.
Étym.
ψώρα, -ωδης
.