Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω-ῶ
πτερό·πους,
-ποδος
(
ὁ, ἡ
) aux pieds ailés,
A. Pl.
234
.
Étym.
πτ. πούς
.