Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτερορρύησις
πτερότης
πτερόφοιτος
πτερότης,
ητος
(
ἡ
) état d’un être ailé,
Arstt.
P.A.
1, 3, 2
.
Étym.
πτερόν
.