πτωχίζω

πτωχικός

πτωχίστερος
πτωχικός, ή, όν, de mendiant, Eur. Rhes. 503 ; Ar. Ach. 448 ; Plat. Rsp. 554b ; Luc. H. conscr. 22.
Étym. πτωχός.