Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινο·κίνητος,
ος, ον
[
ῠῐῑ
] qui s’agite sans cesse,
Hpc.
Art.
792
.
Étym.
πυκινός, κινέω
.