πυκτίον

πυκτίς

πυκτός
πυκτίς, ίδος () [ῐδ] γραπτὴ π. tableau, Anth. 9, 346.
Étym. cf. le préc.
πυκτίς, ίδος () [ῐδ] Ar. Ach. 879 dout. p. πικτίς.