πυλαγορέω-ῶ

πυλαγόρος

Πυλάδας
πυλ·αγόρος, ου () [ῠᾰ] c. πυλαγόρας, Hdt. 7, 213, 214 ; Dém. 278, 19 et 26 ; Eschn. 71, 9 et 25 ||
E Ion. πυληγόρος, Hdt. ll. cc.