πυρεκτικός

πυρέσσω

πυρεταίνω
πυρέσσω, att. πυρέττω [] (impf. ἐπύρεσσον, att. -εττον, f. πυρέξω, ao. ἐπύρεξα, pf. πεπύρεχα ; pf. pass. πεπύρεγμαι) avoir la fièvre, Hpc. Aph. 1245 ; Eur. Cycl. 228 ; Ar. Vesp. 813 ; Eschn. 69, 43, etc.
Étym. πυρετός.