πυργοειδής

πυργόκερας

πυργομαχέω-ῶ
πυργό·κερας, ατος (τὸ) [ᾱτ] aux cornes qui se dressent comme une tour, Bacchyl. fr. 39 ||
E Acc. sg. -κέρατα, Bacchyl. l. c.
Étym. π. κέρας.