πυρίδαπτος

πυρίδιον

πυρίδρομος
πυρίδιον, ου (τὸ) [ῠῐδ] petit feu, étincelle de feu, Plut. M. 889f, 890a ; Stob. Ecl. 1, 522.
Étym. πῦρ.
πυρίδιον, ου (τὸ) [ῡῐδ] dim. de πυρός, Ar. Lys. 1206.