πυρίγληνος

πυριγλώχιν

Πυριγόνος
πυρι·γλώχιν, ινος (ὁ, ἡ) [ῠῑν] à la pointe forgée ou aiguisée au feu, Opp. C. 2, 166 ; Nonn. D. 1, 151.
Étym. π. γλωχίς.