πυρομάχος

πυροπίπης

πυροπωλέω-ῶ
πυρ·οπίπης, ου () [ῡῑ] qui veille au blé, Crat. (Com. fr. 2, 222) ; Ar. Eq. 407.
Étym. πυρός, ὀπιπτεύω.