πυρσίτης

πυρσοϐολέω-ῶ

πυρσοϐόλος
πυρσοϐολέω-ῶ, lancer comme du feu : ἀκτῖνας, Man. 4, 214, lancer des rayons enflammés.
Étym. πυρσοϐόλος.