πυρητόκος

πυρηφάτος

πυρηφόρος
πυρη·φάτος, ος, ον [ῡᾰ] qui fait périr, c. à d. qui écrase le blé, ép. de la meule, Anth. 7, 394.
Étym. πυρός, πεφνεῖν.