πηγανέλαιον

πηγανηρός

πηγανίζω
πηγανηρός, ά, όν [] de rue, plante ; subst. ἡ πηγανηρά (s. e. ἔμπλαστρος) A. Tr. 5, 265, onguent de rue.
Étym. πήγανον.