πηλουργέω-ῶ

πηλουργία

πηλουργός
*πηλουργία, ion. πηλοεργίη, ης () art de travailler la boue ou l’argile, Arét. Caus. m. diut. 1, 6.
Étym. πηλουργός ; cf. πηλοεργίη.