πωγωνοτροφία

πωγωνοφόρος

πωγωνώδης
πωγωνο·φόρος, ος, ον, qui porte la barbe, barbu, Anth. 11, 410 ; Xénocr. Al. 36 ; Orib. 14 Matthäi.
Étym. πώγων, φέρω.