πώς

πωτάομαι-ῶμαι

πωτάσκομαι
πωτάομαι-ῶμαι (f. -ήσομαι, ao. ἐπωτήθην) s’envoler, voler, Il. 12, 287 ; Hh. Ap. 442 ; Pd. fr. 97, etc. ||
E Impf. 3 pl. épq. πωτῶντο, Il. l. c. ; fut. dor. πωτάομαι [] Ar. Lys. 1013.
Étym. forme renforcée de ποτάομαι, cf. πωλέομαι de πολέομαι, στρωφάω de στρέφω.