ῥαϐδοφόρος

ῥάϐδωσις

ῥαϐδωτός
ῥάϐδωσις, εως () cannelure, Arstt. Nic. 10, 4, 2 ; Jos. A.J. 12, 2.
Étym. *ῥαϐδόω de ῥάϐδος.