ῥαχιστός

ῥαχίτης

ῥαχιώδης
ῥαχίτης, ου [ᾰῑ] adj. m. de l’épine dorsale, Hpc. 129, 440 ; Arstt. P.A. 2, 6, 3, etc.
Étym. ῥάχις.