ῥᾳδιουργέω-ῶ

ῥᾳδιούργημα

ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιούργημα, ατος (τὸ) [ῥᾱ] action légère, inconsidérée, DH. 1, 77 ; Plut. Pyrrh. 6, etc.
Étym. ῥᾳδιουργέω.