ῥᾳδιουργός

ῥᾳδιουργῶς

ῥᾳδίως
ῥᾳδιουργῶς [] adv. seul. cp. ῥᾳδιουργότερον, avec mollesse ou relâchement, Arr. An. 2, 54.
Étym. ῥᾳδιουργός.